- χείροσι
- χείρωνmcanerdat comp plχείρωνmcanerneut dat comp pl (attic prose)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OSPHRYON — unus ex illis, qui Athenis Hermas mutilârunt, quos traducit cum Pisia et Diitrepho, Cratinus, fabulâ nomine χείροσι. Vide Scholia in Aristoph. Aves 577 … Hofmann J. Lexicon universale
φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… … Dictionary of Greek